κρέβατος

κρέβατος
και κρέββατος (Μ κρέβατος)
1. μεγάλο κρεβάτι
2. νεκροκρέβατο, φέρετρο
νεοελλ.
κρεβάτα για ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβάτι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. κόμματ-ος, μούλαρ-ος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”